Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... Μάντοβα.


Προσεισμική Ζάκυνθος, η Κυρία των Αγγέλων. Γιορτάζει σήμερα και μαζί της όλες οι Αγγελικές.





Τι στράβωσε;

Το υγρό κελί  που κοιμόμουν, το ψυχρό κλίμα της βόρειας Ιταλίας ή οι αντοχές μου που είχαν τη συνήθεια να με εγκαταλείπουν ακριβώς τη στιγμή που άγγιζα τη σωτηρία; Η πνευμονία με βρήκε μες στο κατακαλόκαιρο. Ο πυρετός εμφανιζόταν με ρίγη και κάθε φορά που ανέβαινε στα ύψη - με το θερμόμετρο, ανύπαρκτη πολυτέλεια – με κυρίευε, ένας πανομοιότυπος εφιάλτης. 


Μια χειροποίητη πλεκτή μπλούζα άρχιζε να ξηλώνεται μπροστά στα κλειστά μου μάτια  αργά και βασανιστικά θηλιά με την θηλιά. Υπακούοντας σε κάποιον ψυχαναγκασμό, που ήμουν ανίκανος να ελέγξω, ένιωθα πως ήταν αποκλειστικά δική μου υποχρέωση να εμποδίσω το ξήλωμα και πάσχιζα απεγνωσμένα να σταματήσω τη ροή του νήματος. Όσο περισσότερο προσπαθούσα, τόσο πιο φανερή γινόταν η ανημπόρια μου και  τόσο ο ρυθμός που έφευγαν οι πόντοι γινόταν εντονότερος. Έβλεπα το πλεκτό να μικραίνει απελπιστικά ενώ το νήμα σχημάτιζε στα πόδια μου ένα σωρό που ανέβαινε ως το λαιμό να με πνίξει. Φαίνεται, το υποσυνείδητο χτυπούσε καμπανάκι για την αποδόμηση του οργανισμού μου, μέσα από την αποδιοργάνωση της στέρεας δομής του πλεκτού. Ξυπνούσα  ουρλιάζοντας και στάζοντας ιδρώτα λες κι είχα μόλις βγει από το μπάνιο. Οι σύντροφοι στέκονταν δίπλα μου, άλλαζαν τα μουσκεμένα  ρούχα με στεγνά, αλλά αισθάνονταν ανήμποροι μπροστά στην αρρώστια. Περνάει  η πνευμονία χωρίς φάρμακα; Και οι μόνοι που διέθεταν φαρμακευτικό υλικό ήταν οι παρτιζάνοι πάνω στο βουνό. Πώς όμως γίνεται επαφή με τους αντάρτες; Πως ξεπερνάς την εύλογη καχυποψία  για τους νεοφερμένους; 

Κάποιο απόγευμα, μες στο παραμιλητό που συνόδευε το άνισο πάλεμα ενάντια στο ξήλωμα, μια έντονη μυρωδιά ξυδιού ζωντάνεψε τις αισθήσεις μου κι ένα δροσερό άγγιγμα στο μέτωπο μ’ έκανε να μισανοίξω τα μάτια. 
Ένας λευκοντυμένος άγγελος στεκόταν δίπλα μου! 
Θεέ μου, ο άγγελος του θανάτου ήλθε να με πάρει! 
Έκλεισα τα μάτια κι αφέθηκα στα χέρια του παραιτημένος από την διεκδίκηση της ζωής. 

Δεν ήταν ο άγγελος του θανάτου, ήταν η Κλάρα που οι παρτιζάνοι  χρησιμοποιούσαν σαν νοσοκόμα. Εκείνοι της είχαν δώσει εντολή να με περιθάλψει αφού πείστηκαν – με εγγυητές τον παπά και τον δήμαρχο - ότι η αρρώστια μου δεν έκρυβε κάποια παγίδα. Η Κλάρα κατάφερνε να χαμηλώνει τον πυρετό χρησιμοποιώντας κομπρέσες με χλιαρό νερό και ξύδι μέχρι να φτάσουν στα χέρια της τα φάρμακα από το βουνό. Η Κλάρα με γύρισε από τον τάφο και μ’ έκανε να σταθώ στα πόδια μου. 

Τα υπόλοιπα ήρθαν από μόνα τους. Είμαστε νέοι, είμαστε ωραίοι, είμαστε αθώοι και καθαροί, είμαστε απελπισμένοι. Δεν ήταν ώρες για ρομαντικές εισαγωγές και αναστολές. Δεν ξέραμε πόσο χρόνο είχαμε μπροστά μας. Ο πόλεμος δεν έλεγε να τελειώσει, οι Γερμανοί αμύνονταν λυσσασμένα και, στους τελευταίους σπασμούς της αυτοκρατορίας τους, δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να εντείνουν τους βομβαρδισμούς. Στο κρεβάτι της ένιωσα τι θα πει παράδεισος. Όταν έλυσε τα κυματιστά της μαλλιά η κάμαρα μοσχοβόλησε κανέλα κι εγώ μέθυσα σαν από γλυκόπιοτο κρασί. Της ζητούσα να με  μαθαίνει Ιταλικά. Ήθελα να μπορώ να προφέρω στη γλώσσα της όλα τα σημεία του σώματος που άγγιζα, μύριζα και γευόμουν. Κι όταν έκανα λάθος και τα μπέρδευα, ξεκαρδιζόταν και το τρανταχτό γέλιο συσπούσε τα κοιλιακά της τοιχώματα  και οι συσπάσεις  μεταδίδονταν στην δική μου κοιλιά κάνοντας το στομάχι μου να σφίγγεται μ'έναν πόθο που ποτέ δεν κορέσθηκε.
   
Ήταν 23 Απριλίου  του ’45. Σ’ όλα τα σπίτια κυμάτιζαν λευκές σημαίες. Οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα. Το πλήθος, έξαλλο, αποθέωνε τους ελευθερωτές Αγγλοαμερικανούς. Ανεβήκαμε στα ποδήλατα και τραβήξαμε για τη Μάντοβα. Ενωθήκαμε με το πλήθος.
-Έλα να βγάλουμε μια φωτογραφία!
Ένας υπαίθριος φωτογράφος μας έστησε στην κατάλληλη απόσταση. Η  Κλάρα – πιο όμορφη από ποτέ - φορούσε ένα τεράστιο πλατύγυρο λευκό καπέλο που με εμπόδιζε να την σφίξω όσο κοντά θα ήθελα.  Εγώ φορούσα μια κομψή πλεκτή ζακέτα, λευκή με πολύχρωμες κυματοειδείς ρίγες που έκλεινε με φερμουάρ και τελείωνε σε έναν ιδιαίτερο γιακά  – από τα δέματα του Ερυθρού Σταυρού. Ο φωτογράφος πήγε στον τρίποδα , μπήκε κάτω από το μαύρο πανί και μας φώναξε να μείνουμε ακίνητοι και χαμογελαστοί – γι αυτό το τελευταίο δεν χρειαζόταν καμιά προσπάθεια. Πήραμε από ένα μαυρόασπρο αντίτυπο.
-Αυτό θα έχω να θυμάμαι από σένα.
-Σ’ ένα μήνα, το πολύ, θα είμαι στην πατρίδα. Την άλλη μέρα κι όλας θα σου γράψω και εσύ θα πάρεις το πρώτο καράβι να με βρεις.

Εννιά μήνες κράτησε η επιστροφή. Το Ελληνικό κράτος είχε πολλά προβλήματα – ο εμφύλιος καλά κρατούσε - για να ασχοληθεί και μαζί μας. Το πιο πιθανό είναι ότι δεν ήξερε καν ποιοι είμαστε. Οι συγκοινωνίες αποδιοργανωμένες. Όταν επιτέλους φτάσαμε στην Αθήνα, έπρεπε να αντιμετωπίσουμε όλες τις ταπεινωτικές  γραφειοκρατικές διαδικασίες για να εξασφαλίσουμε το ναύλο της επιστροφής στο νησί. 

Καπνόν αναθρώσκοντα λαχταρούσε ο ταλαιπωρημένος πρόγονος.
Εμείς βάζαμε στοιχήματα.
Τι θα εμφανιστεί πρώτο: το καμπαναρίο του Αγίου ή εκείνος ο πανύψηλος ευκάλυπτος;
Δεν το λύσαμε το θέμα γιατί μόλις αχνοφάνηκε το περίγραμμα του νησιού τα μάτια ήταν ανίκανα να ξεχωρίσουν από την συγκίνηση. 

Στην προκυμαία διακρίναμε ένα πλήθος που παλλόταν από την επιθυμία να μας σφίξει στην αγκαλιά του. Οι αρχές του νησιού έλαμψαν με την απουσία τους μα ούτε που το προσέξαμε. 
Ο πατέρας έπεσε παραπαίοντας στην αγκαλιά μου. 
Οι αδελφές μου καμάρωναν γιατί, λέει, είχα ομορφύνει, είχα δέσει, είχα γίνει πιο άντρας. Γείτονες, φίλοι, συνάδελφοι, καθένας ένας γλυκός λόγος, καθένας μια ζεστή αγκαλιά, καθένας ένα θερμό σφίξιμο του κορμιού.

Η καρδιά μέλωσε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Οι κουβεντούλες μας