Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

Το μυστικό της κομμένης φωτογραφίας... παχιές αγελάδες.

Προσεισμική Ζάκυνθος, πλατείες Αγ. Μάρκου και Αγ. Πάντων


Ο πατέρας είχε άλλα όνειρα για τις κόρες του, μας είχε μεγαλώσει με την φιλοδοξία να ξεφύγουμε από το χωριό και να ζήσουμε κυράδες στην Χώρα.
Γι αυτό άλλωστε είχε φροντίσει για την προίκα μας από τη μέρα που γεννηθήκαμε. 
Η λεχώνα μάνα μου αγωνιούσε πώς θα πάρει το μαντάτο της γέννησης δύο κοριτσιών ταυτόχρονα. 
Δίδυμες κόρες! 
Δυσβάσταχτο φορτίο! 
Μα ο πατέρας έδειχνε ξετρελαμένος στην ιδέα κι έταζε στη μαμή μεγάλο ρεγάλο αν έβαζε όλη της την τέχνη να μας αφαλοκόψει καλλιτεχνικά γιατί δεν θα ήθελε, αύριο, οι γαμπροί του να τον κατηγορήσουν γιατί πήραν γυναίκα με άσχημο αφαλό. 
Τόση έγνοια και για  την τελευταία λεπτομέρεια της εμφάνισής μας! 
Την χαρά του συμμεριζόταν και ο αδελφός του – ο θείος μου.


Οι δύο οικογένειες ζούσαμε στο ίδιο σπίτι, τρώγαμε στο ίδιο τραπέζι και τα συμφέροντά μας ήταν αμοίραστα. Ο  θείος – που είχε παντρευτεί σε μεγάλη ηλικία – είχε μόνο ένα γιό και έτσι οι δίδυμες είμαστε τα μόνα κορίτσια στην ευρύτερη οικογένεια κι είχαμε δύο πατεράδες να φροντίζουν το μέλλον μας. Ήταν πλούσιοι έμποροι. Στα χέρια τους γινόταν το μεγαλύτερο μέρος της διακίνησης της μαύρης σταφίδας – το σημαντικότερο προϊόν του νησιού. 
Κάθε  Σεπτέμβρη το σπίτι ζωντάνευε από μια κοσμοσυρροή  που κινητοποιούσε όλα τα μέλη της οικογένειας, καθένα από το πόστο του. Νωρίς τα πρωινά, μας ξυπνούσαν οι στριγκοί  ήχοι που άφηναν οι ρόδες από τα βαρυφορτωμένα κάρα που κατέφθαναν στην αυλόπορτά μας  απ' όλα τα χωριά του κάμπου γεμάτα σακιά παραφουσκωμένα με τη λιασμένη σταφίδα. Τ’ αγόρια έτρεχαν να ξεμανταλώσουν και να ανοίξουν διάπλατα τα δύο πορτόφυλλα, ο πατέρας κι ο θείος επί της υποδοχής φρόντιζαν να μπαίνει κάποια  τάξη και να τηρείται στοιχειώδης σειρά προτεραιότητας, η μητέρα και η θεία έρχονταν χαμογελαστές κρατώντας τους δίσκους με τα φιλέματα, για  να κολατσίσουν οι άνθρωποι που είχαν ξεκινήσει αχάραγα από τα χωριά τους. Τ’ άλογα, αραχτά στη σειρά κάτω από τον ίσκιο της κρεβατίνας ξεκουράζονταν απολαμβάνοντας ένα δεμάτι σανό. Δίκαιη ανταμοιβή για την ταλαιπωρία που είχαν υποστεί σέρνοντας με δυσκολία το κάρο στους γεμάτους λακούβες χωματόδρομους.
   
Η διαδικασία είχε μια ιεροτελεστία που όλοι εκτελούσαν μηχανικά. Οι παραγωγοί ξεφόρτωναν τα σακιά με τον καρπό δίπλα στη «μάκινα».  Η πανάκριβη, αστραφτερή μηχανή λιχνίσματος, τελευταίας τεχνολογίας, αποτελούσε το καύχημα των δύο αδελφών. Όταν είχε φτάσει συσκευασμένη από την Γερμανία, όλο το χωριό μαζεύτηκε να δει από κοντά την συναρμολόγηση , να  ευχηθεί «καλορίζικη», να σχολιάσει την είσοδο της τεχνολογίας στη ζωή μας και να συγχαρεί – ίσως και με μια δόση ζήλειας - τους φιλοπρόοδους ιδιοκτήτες για την καινοτομία,
Η «μάκινα», παράλληλα, ήταν το αγαπημένο παιχνίδι των παιδιών – των αγοριών εννοείται. Γιατί, ήταν πια συνήθειο να τα ανεβάζουν, ένα-ένα με τη σειρά, στο πάνω μέρος της απ’ όπου απολάμβαναν την ιδιαίτερη παλινδρομική, ρυθμική της κίνηση, κάπως σαν το λίκνισμα του τρένου, που μόνο ακουστά το είχαμε. 
Η λιχνισμένη σταφίδα, απαλλαγμένη και από το παραμικρό ξερό κοτσανάκι, έπεφτε πεντακάθαρη σπυρί-σπυρί σε καθαρά σακιά, που ζυγίζονταν στην πλάστιγγα. Ο  θείος – μια κι ήταν ο μεγαλύτερος – κατέγραφε το βάρος του καθαρού γεννήματος, με διαφάνεια μπροστά στα μάτια  του παραγωγού, και τακτοποιούσε τους λογαριασμούς στο γραφείο του. Η σταφίδα σωριαζόταν στις αποθήκες μας και όταν γέμιζαν έπαιρνε το δρόμο για το λιμάνι απ’ όπου θα έφευγε για Πειραιά και από κει, εξαγωγή στην Γερμανία.

Έγινε γρήγορα γνωστό πως οι δίδυμες ήταν οι πιο πολύφερνες νύφες όχι μόνο του χωριού, όχι μόνο της περιοχής, αλλά και της Χώρας – αυτό το τελευταίο μπορεί να είχε κάποια δόση υπερβολής, έκανε όμως τον πατέρα και τον θείο να καμαρώνουν και να προσβλέπουν στ’ αρχοντόπουλα που θα γίνονταν άντρες μας. Και επειδή ήθελαν να μην μας λείπουν τα εφόδια για μια τέτοια ζωή, μας έστειλαν στο Γυμνάσιο να μάθουμε γράμματα, πλήρωναν μια γαλλίδα γεροντοκόρη να μας κάνει ιδιαίτερα μαθήματα, μέχρι δάσκαλο πιάνου μίσθωσαν.

Η κήρυξη του πολέμου το ’40 τους βρήκε εντελώς ανυποψίαστους μέσα στην ανεμελιά της ευμάρειας που τους έδινε την εντύπωση ότι οι παχιές αγελάδες θα διαρκούσαν για πάντα. Δεν είχαν φροντίσει να επενδύσουν σε σταθερές αξίες, σε γη ή σε χρυσό. Τα χρήματα έχασαν την αξία τους μέσα σε μια νύχτα και το εμπόριο σταμάτησε αφού τώρα πια το μεγαλύτερο μέρος της σοδειάς το έπαιρναν οι κατοχικές δυνάμεις. Μας έμεινε το μεγάλο δίπατο αρχοντόσπιτο πλαισιωμένο απ’ όλα τα βοηθητικά κτίρια, το χτήμα, πίσω από το σπίτι, που τέλειωνε εκεί που έφθανε το μάτι και το – καμάρι της οικογένειας – το μικρό οικογενειακό εκκλησάκι που οριοθετούσε την άκρη του χτήματος. Αλλά αυτά ποτέ δεν θα δίνονταν ως προίκα. Και  έτσι φτάσαμε, μετά το τέλος του πολέμου, να δεχτούμε πρόταση γάμου από τον φτωχό δάσκαλο.

Ο πατέρας μάς κάλεσε και τις δύο στο γραφείο του. Έκλεισε με επισημότητα την πόρτα, μάς έδειξε να καθίσουμε και μάς ανακοίνωσε το νέο. Δεν θα έπαιρνε ποτέ μια απόφαση χωρίς τη συγκατάθεσή μας. Η αδελφή μου, πιο παρορμητική και ατζαρντόζα από μένα, βιάστηκε να δηλώσει χωρίς δισταγμό: «εγώ, δεν τον παίρνω». Μπορεί να μην ήξερε τι ήθελε, ήξερε όμως πολύ καλά τι δεν ήθελε. Ο πατέρας αναστέναξε και κοίταξε προς το μέρος μου. Αισθάνθηκα έντονη την τάση να την μιμηθώ, συγκρατήθηκα όμως και ζήτησα χρόνο...


2 σχόλια:

Οι κουβεντούλες μας